- ζαβάδα
- ηαδεξιότητα, ανόητη πράξη: Όλο ζαβάδες κάνεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζαβάδα — και ζαβάγρα και ζαβιά, η (Μ ζαβάδα και ζαβάγρα) [ζαβός] 1. η ιδιότητα τού ζαβού*, σκολιότητα, διαστροφή, στράβωμα, λοξάδα, κάμψη ενός πράγματος, η κακοτεχνία («η πόρτα έχει κάποια ζαβάδα») 2. (μτφ. για ανθρώπους) α) σκολιότητα χαρακτήρα,… … Dictionary of Greek
ζαβάγρα — η η ζαβάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαβός + άγρα*] … Dictionary of Greek
ζαβιά — η (Μ ζαβία) η ιδιότητα τού ζαβού, η πνευματική καθυστέρηση, η ζαβάδα, η ανοησία νεοελλ. 1. εναντιότητα περιστάσεων, αναποδιά 2. αδεξιότητα, απροσεξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαβία < ζαβός] … Dictionary of Greek
ζαβομάρα — η 1. ζαβάδα 2. η κατάσταση τού ζαβωμένου ή ζαβλακωμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαβός + κατάλ. μάρα (πρβλ. χαζομάρα)] … Dictionary of Greek
ζαβοσύνη — η [ζαβός] 1. η ιδιότητα τού ζαβού, η στρεβλότητα 2. αδεξιότητα, ζαβιά, ζαβάδα … Dictionary of Greek
ζαβομάρα — ζαβομάρα, η και ζαβάδα, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ζαβός (βλ. λ.): Από τη ζαβομάρα του δεν ξέρει τι κάνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)